προσεγκαλώ

προσεγκαλώ
-έω, Α [ἐγκαλῶ]
κατηγορώ κάποιον επί πλέον, απευθύνω σε κάποιον επιπρόσθετες κατηγορίες («προσεγκαλούντων ὅτι τοὺς Ἕλληνας καταδουλοῡνται», Διόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”